- άψογο
- kusursuz, hatasız
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
παναμώμητος — και παναμώματος, ον (Μ) πανάμωμος*, πάναγνος. επίρρ... παναμωμήτως (Μ) με εντελώς άψογο, πάναγνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀμώμητος] … Dictionary of Greek
Αθάνια ι Ντίαθ, Μανουέλ — (Manuel Azaña y Dίaz,Αλκαλά ντε Ενάρες 1880 – Μονταουμπάν 1940). Ισπανός συγγραφέας και πολιτικός. Σπούδασε νομικά και πήρε ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή της χώρας του κατά την περίοδο 1930 39 (1931 υπουργός Στρατιωτικών, 1931 33 πρωθυπουργός,… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Λομβάρδος, Κωνσταντίνος — (Ζάκυνθος 1820 – Αθήνα 1888). Πολιτικός. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στο Μόναχο. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο όπου άσκησε την ιατρική, αλλά παράλληλα ασχολήθηκε και με την πολιτική. Αγωνίστηκε για την ένωση… … Dictionary of Greek
Παναγιωτόπουλος, IM — (Ιωάννης Μιχαήλ, Aιτωλικό 1901 – Aθήνα 1982). Συγγραφέας και εκπαιδευτικός. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός και, αργότερα, διετέλεσε διευθυντής δικής του σχολής (Ελληνικό Εκπαιδευτήριο, Π. Ψυχικό).… … Dictionary of Greek
Πέτρος, Μογίλας — Μητροπολίτης Κιέβου. Έζησε τον 17o αι. Καταγόταν από παλιά μολδαβική οικογένεια και ήταν ένας από τους πιο μορφωμένους άνδρες της εποχής του. Μοναχός αρχικά, χειροτονήθηκε εξαιτίας των πνευματικών του χαρισμάτων, σε σύντομο χρονικό διάστημα,… … Dictionary of Greek
Σάλιβαν, Λούις — (Sullivan). Αμερικανός αρχιτέκτονας (1856 1924). Σπούδασε στη Γαλλία, στη Σχολή Καλών Τεχνών, και αμέσως μετά ταξίδεψε στην Ιταλία. Από το 1875 ως το 1880, παρακολούθησε τη δουλειά του Τζένεϋ και το 1884 σχεδίασε το Ryerson Building και το… … Dictionary of Greek
Σε Λιν Γιουν — Κινέζος ποιητής (385 433). Είναι ο θεμελιωτής της κινεζικής λυρικής φυσιολατρικής ποίησης. Η ποίησή του είναι συχνά απαισιόδοξη γιατί, όπως παρατηρεί, το μεγαλείο της φύσης τονίζει τη ματαιότητα της ανθρώπινης ζωής. Το ύφος του είναι άψογο και… … Dictionary of Greek